
Μάθημα 12
H αρετή της υπομονής
Η αρετή της υπομονής
Αββᾶς ἄκουγε μέ προσοχή τήν ἐξομολόγηση τοῦ ὑποτακτικοῦ καί τοῦ ἔδινε συμβουλές για τη συνέχιση τῆς πνευματικῆς του πορείας. Τελειώνοντας τη συνομιλία τους, ὁ Γέροντας ἔδινε τήν εὐχή στόν ὑποτακτικό κι ἔτσι ὁ νεαρός καλόγερος έφευγε γιά να κοιμηθεῖ.
Ὁ Γέροντας ἦταν ξακουστός γιά τήν ἀρετή του και πολλοί πιστοί πήγαιναν συχνά στη σκήτη γιά νά ἐξομολογηθοῦν καί νά ἀκούσουν τα λόγια του.
Κάποια μέρα ἔτυχε να πάει τόσο πολύς κόσμος, πού ὁ Γέροντας ἔμεινε συνέχεια μαζί τους καί μόνο ἀργά τό βράδυ, ὅταν πιά εἶχαν φύγει ὅλοι οἱ ἐπισκέπτες, κατάφερε νά ἀνέβει στο κελλί του.

Ἡ κούρασή του ἦταν μεγάλη, ὅμως ὁ γέροντας δέν παρέλειψε καί πάλι τήν εὐλογημένη συνήθεια. Κάλεσε κοντά του τόν ὑποτακτικό καί εκεῖνος ἄρχισε ἀμέσως νά ἐξομολογεῖται στόν Γέροντά του. Καθώς ὁ ὑποτακτικός μιλοῦσε, ὁ Γέροντας ἐξαντλημένος ἀποκοιμήθηκε. Ο νεαρός καλόγερος δέν μίλησε καθόλου. Σεβάστηκε τόν κόπο τοῦ Γέροντά του καί περίμενε να ξυπνήσει, γιά νά τοῦ δώσει εὐχή καί νά πάει καί αὐτός στό κελλί του.
Περνοῦσε ἡ ὥρα καί ὁ Γέροντας, πού εἶχε πέσει σε βαθύ ὕπνο, δέν ξυπνοῦσε. Ὁ ὑποτακτικός ἀκίνητος καί ἀμίλητος σκέφτηκε να περιμένει λίγο ακόμα. Ἔβγαλε τό κομποσχοίνι του καί σταυρώνοντας τα χέρια στο στῆθος του ἄρχισε νά λέει νοερά τήν εὐχή.
«Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με»
Ἡ νύχτα προχωροῦσε, μά ὁ Γέροντας δέν ξυπνοῦσε. Ὁ καλόγερος ἄρχισε καί αὐτός να αἰσθάνεται κούραση και να νυστάζει. Σκέφτηκε να φύγει χωρίς εὐχή καί να πάει κι αὐτός να κοιμηθεί. Μά ἀμέσως ἄλλαξε ἀπόφαση!
«Πῶς να φύγω;», σκέφτηκε
«κι ἄν ξυπνήσει ὁ Γέροντας καί δέν μέ βρεῖ ἐδῶ; Θά τόν στεναχωρήσω. Οχι θα μείνω ἐδῶ. Αλλωστε ὅπου να 'ναι θα ξυπνή σει».
Μέ τις σκέψεις αυτές πῆρε κουράγιο καί συνέχισε νά λέει τήν εὐχή.
«Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με . . .»
Λίγο αργότερα ἡ ἴδια σκέψη ἦρθε ξανά στόν ὑποτακτικό. Μά όταν σκεφτόταν τόν κόπο τοῦ Γέροντα, πού ὅλη μέρα χωρίς νά παραπονεθεῖ εἶχε μείνει μέ τούς ἐπισκέπτες τῆς σκήτης γιά νά τούς ἐξομολογήσει, ντράπηκε γιά τόν λογισμό του καί ἀποφάσισε νά μή φύγει ἀπό τή θέση του.
Ὥς τά μεσάνυκτα ὁ λογισμός αὐτός, να φύγει δηλαδή χωρίς εὐχή, τοῦ εἶχε ἔρθει δύο ἀκόμα φορές, μά μέ τη δύναμη τοῦ κομποσχοινιοῦ τόν ξεπερνοῦσε. Ἤδη χάραζε ἡ νέα μέρα καί ὁ Γέροντας δέν εἶχε ξυπνήσει. Ὁ ὑποτακτικός ὅμως ἦταν ἀκόμα δίπλα του ἄγρυ πνος. Εἶχε καταφέρει να νικήσει τόν πειρασμό της φυγῆς ἑπτά φορές συνολικά ὡς ἐκείνη τή στιγμή.
Τότε ὁ Γέροντας ξύπνησε ἀπό τόν βαθύ ὕπνο του καί ἀντικρύζοντάς τον νεαρό μοναχό μπροστά του, ἀκόμα ξάγρυπνο στήν ἴδια θέση, τοῦ εἶπε παραξενεμένος:
- Δέν πήγες στο κελλί σου, παιδί μου, να κοιμηθείς;
- Ὄχι Γέροντά μου. Πῶς νά φύγω; Δέν εἶχα πάρει εὐχή, ἀπάντησε ὁ ὑποτακτικός.
- Καί γιατί δέν μέ ξύπναγες, παιδί μου, νωρίτερα να πάρεις εὐχή; ρώτησε ὁ Γέροντας.
- Ἤσασταν κουρασμένος ἀπό τήν ἐξομολόγηση, Γέροντα, και λυπήθηκα νά σᾶς ξυπνήσω, εἶπε ὁ νεαρός και ἀφοῦ ἔβαλε μετάνοια στον Γέροντα ἀνέβηκαν καί οἱ δύο στήν ἐκκλησιά καί ἔψαλαν μαζί τόν Ὄρθρο.
Στή συνέχεια, ὁ Γέροντας εἶπε στόν ὑποτακτικό να πάει στο κελλί του να ξεκουραστεῖ, ἐνῶ ὁ ἴδιος παρέμεινε στό ἐκκλησάκι για να συνεχίσει τήν προσευχή του. Καθώς ὅμως ὁ Γέροντας προσευχόταν, είδε ξαφνικά μπροστά του μέσα σ' ἕνα ὑπέρλαμπρο φῶς,

ἄγγελο Κυρίου νά τόν παίρνει ἀπό τό χέρι καί νά τόν ὁδηγεῖ σ' ἕναν τόπο μέ ἀπερίγραπτη ὀμορφιά.
Ἐκεῖ ὑπῆρχε ἕνας μεγάλος στολισμένος θρόνος που ἀκτινοβολοῦσε οὐράνιο φῶς. Πάνω ἀπό τόν θρόνο βρίσκονταν 7 ὁλόχρυσα στεφάνια.
Ὁ Γέροντας σάστισε μπροστά στο μεγαλεῖο τοῦ θρόνου καί ρώτησε τόν ἄγγελο:
- Αγιε ἄγγελε τοῦ Θεοῦ, τίνος εἶναι αὐτός ὁ πανέμορφος θρόνος;
- Ο θρόνος εἶναι τοῦ μαθητή σου, Ἀββᾶ, ἀποκρίθηκε ὁ ἄγγελος καί συνέχισε...
- Τόν τόπο τοῦτο καί τόν θρόνο τόν ἔχει ἑτοιμάσει ὁ Δεσπότης καί Κύριος, ἀπό χρόνο τώρα, γιά τήν καλή του καί τέλεια ὑπακοή. Μά τά 7 ὁλόχρυσα στέφανα τά κέρδισε μέ μιᾶς αὐτή τή νύχτα πού πέρασε.
Μέ τά λόγια αὐτά τοῦ ἀγγέλου χάθηκε τό ὅραμα και ὁ Γέροντας συνῆλθε ἀπό τήν ἔκσταση.
Αμέσως φώναξε κοντά του τόν ὑποτακτικό καί τόν παρακάλεσε να τοῦ ἀποκαλύψει τούς λογισμούς πού εἶχε τό προηγούμενο βράδυ, πού εἶχε μείνει ξάγρυπνος. Ὁ νεαρός, ἀφοῦ συλλογίστηκε λίγο, θυμήθηκε καί ἀποκάλυψε στο γέροντα:
- 7 φορές, γέροντα, μοῦ ἦρθε ὁ λογισμός να πάω να κοιμηθώ, ὅταν ἐσεῖς κοιμόσασταν, χωρίς να πάρω εὐχή, μά μέ τή δύναμη τῆς προσευχῆς κατάφερα νά ἀντισταθώ.
Όταν τα ἄκουσε αὐτά ὁ Γέροντας θαύμασε τήν ὑπομονή τοῦ ὑποτακτικοῦ του. Ὅμως δέν τοῦ ἀποκάλυψε το όραμά του, γιά νά μήν τόν πιάσει ὁ ἐγωϊσμός. Αργότερα συνήθιζε να διηγεῖται τήν ἱστορία αὐτή καί τό ὅραμα, σέ ἄλλους ὑποτακτικούς καί ἐπισκέπτες τῆς σκήτης γιά νά ὠφεληθοῦν καί νά πάρουν το καλό παράδειγμα. Ὁ καρτερικός ὑποτακτικός δέν ἔμαθε τίποτε γιά τό ὅραμα ὥς τήν ἡμέρα πού ὁ Κύριος τόν κάλεσε στήν αἰώνια ζωή.

Προηγούμενη ενότητα
Επόμενη ενότητα