
Μάθημα 3
Μελετώντας τον Βίο του Αγίου Αθανασίου του Μεγάλου
Μελετώντας τον Βίο του Αγίου Αθανασίου του Μεγάλου

Ο Άγιος Αθανάσιος ο Μέγας
Ὁ Μέγας ̓Αθανάσιος γεννήθηκε τό 297 μ.Χ. στήν ̓Αλεξάνδρεια τῆς Αἰγύπτου, ὅταν στο θρόνο ἦταν τότε οἱ χριστιανομάχοι αὐτοκράτορες Μαξιμιανός καί ἀργότερα Μαξιμίνος. Από μικρός γνώρισε τήν Χριστιανική Πίστη χάρη στους εὐσεβεῖς γονεῖς του καί ἀγάπησε τό Θεό μέ ὅλη του τήν καρδιά. Όσο μεγάλωνε, δέν τοῦ ἄρεσε νά παίζει μέ τά ἄλλα παιδιά, μά προτιμοῦσε νά συζητάει μέ τούς μεγάλους διάφορα πνευματικά θέματα.

Ο ̓Αθανάσιος ἦταν μορφωμένος, μελετοῦσε μέ προσοχή τά ἱερά γράμματα καί στά 18 του χρόνια κατόρθωσε να ξέρει ἀπ ̓ ἔξω τήν ̔Αγία Γραφή. Τότε τόν κάλεσε ὁ Πατριάρχης Αλεξανδρείας καί μόλις ἀντίκρισε τόν ἁγνό καί ἐνάρετο νέο, τόν χειροτόνησε διάκονο χωρίς κανένα δισταγμό.
Από τότε ὁ ̓Αθανάσιος ἄρχισε νά συγγράφει ἔργα πού άποδείκνυαν τήν ὕπαρξη του Τριαδικοῦ Θεοῦ καί κατακεραύνωναν τούς ψεύτικους θεούς τῶν εἰδωλολατρῶν. Πολλοί ήταν ἐκεῖνοι πού διαφωτίστηκαν ἀπό τά συγγράμματά του, ἀναγνώρισαν τό λάθος τους καί ζήτησαν νά βαπτιστοῦν. Ὅμως ἐκεῖνο τόν καιρό, μιά νέα αἵρεση αναστάτωσε τήν ̓Αλεξάνδρεια.
Ὁ Ἄρειος, ἕνας ἐγωιστής καί βλάσφημος κληρικός, ἔλεγε πώς ὁ Χριστός δέν εἶναι Θεός ἀλλά δημιούργημα τοῦ Θεοῦ. Πονηρός καθώς ήταν, ἄρχισε νά πείθει τόν ἁπλό λαό καί νά τούς κάνει οπαδούς της αἵρεσής του.

Μπροστά στή σύγχυση αὐτή ὁ αὐτοκράτορας Μέγας Κωνσταντῖνος διέταξε νά γίνει Οἰκουμενική Σύνοδος, γιά νά βροῦνε μιά λύση στο μεγάλο πρόβλημα. Eτσι το 325 μ.Χ. συναντήθηκαν 318 ἐπίσκοποι στη Νίκαια τῆς Βιθυνίας. Μεταξύ αὐτῶν ἦταν ὁ Σπυρίδωνας, ὁ Νικόλαος, ὁ Μάρκελλος καί ἄλλοι Ἱεράρχες, πού σήμερα τους τιμοῦμε ὡς ̔Αγίους.
Ὅμως ὁ Πατριάρχης Αλέξανδρος δέν μπόρεσε να πάει στή σύνοδο, γι' αὐτό κι ἔστειλε τόν ἀρχιδιάκονό του Αθανάσιο. Οταν ἄρχισε ἡ Σύνοδος, ὁ ̓Αρειος μέ τούς ὀπαδούς του υποστήριζαν μέ φανατισμό τή διδασκαλία τους. Τότε πῆρε τό λόγο ὁ νεαρός ̓Αθανάσιος καί μιλώντας μέ θάρρος καί μέ πίστη φανέρωσε τήν ̓Αλήθεια τῆς Ὀρθοδοξίας καί ἀπέδειξε τήν πλάνη τῶν αἱρετικῶν. Σύντομα ή Σύνοδος ἔληξε μέ τή νίκη τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.
Ένα χρόνο ἀργότερα, ὁ Πατριάρχης Αλεξανδρείας πέθανε καί ὁ λαός καί οἱ ἐπίσκοποι πού ἐμπιστεύονταν καί ἀγαποῦσαν τόν ̓Αθανάσιο, τον ψήφισαν γιά νέο τους ποιμένα.
Όταν ἔμαθαν οἱ αἱρετικοί πώς ὁ ̓Αθανάσιος ἔγινε Πατριάρχης θύμωσαν πολύ κι ἔψαχναν τρόπο νά τόν κατηγορήσουν γιά κάτι, ἀλλά μάταια προσπαθοῦσαν, γιατί ὁ Ἅγιος ζούσε μέ δικαιοσύνη καί τιμιότητα.
Τότε μαζεύτηκαν μερικοί Ἀρειανοί, βρήκαν ἕνα κομμένο χέρι καί συκοφάντησαν τόν ̓Αθανάσιο πώς ἔκοψε τό χέρι ἑνός Ἀρσενίου, πού δεν παρουσιαζόταν για να δικαστεί. Ἔτσι ὁ Ἅγιος ἦταν κατηγορούμενος στη Σύνοδο τῆς Τύρου χωρίς νά ἔχει ἀποδείξεις γιά τήν ἀθωότητά του.
Ένα βράδυ πρίν τή δίκη του παρουσιάστηκε ὁ Ἀρσένιος στόν Μέγα Ἀθανάσιο καί τοῦ εἶπε:
- Ἅγιε Δέσποτα, οἱ ἐχθροί σου νόμιζαν πώς, ἐπειδή είμαι φυγόδικος, δέ θά ἐμφανιζόμουν ποτέ νά πῶ τήν ἀλήθεια. Αλλά, ἐπειδή γνωρίζω ὅτι σέ κατηγοροῦν ἄδικα, ἦρθα νά σέ βοηθήσω.
Τήν ἑπόμενη μέρα ρώτησε ὁ Ἅγιος τούς συκοφάντες του:

- Μέ κατηγορεῖτε πώς ἔκοψα τό χέρι τοῦ Ἀρσενίου; Καί αὐτό τό χέρι πού κρατᾶτε εἶναι δικό του;
- Ναί, ἔτσι εἶναι, ἀπάντησαν μέ θράσος οἱ αἱρετικοί.
Ἐκείνη τή στιγμή ἐμφανίστηκε στήν αἴθουσα ὁ ̓Αρσένιος ἀρτιμελής καί ὑγιέστατος. Έκπληκτοι οἱ ̓Αρχιερεῖς ἀθώωσαν ἀμέσως τόν Ἅγιο καταντροπιάζοντας τούς ἀσεβεῖς καί ψεύτες ̓Αρειανούς.
Τότε οἱ ἀμετανόητοι συκοφάντες βρῆκαν ἄλλο ψέμα, γιά νά κατηγορήσουν τόν θεοσεβή Ιεράρχη. Πλήρωσαν μιά γυναίκα καί τῆς εἶπαν νά συκοφαντήσει τόν Ἅγιο πώς ἁμάρτησε μαζί της καί τό παιδί πού κρατάει εἶναι δικό του. Εκείνη πήγε στή Σύνοδο κί ἔκανε ὅπως τῆς εἶπαν οἱ αἱρετικοί. Γιά μιά ἀκόμη φορά ὁ Ἅγιος Ἀθανάσιος δέχτηκε νά δικαστεῖ καί νά ἀντιμετωπίσει το ψέμα.

Μαζί του πῆγε κι ἕνας εὐσεβής ἱερέας, ὁ Τιμόθεος, πού δέν ἄντεχε να βλέπει τήν ἀδικία. Ἔτσι, πλησίασε τή γυναίκα καί τῆς εἶπε:
- Μέ κατηγορεῖς πώς ἁμάρτησα μαζί σου;
Εκείνη, νομίζοντας πώς αὐτός πού τῆς μίλησε ἦταν ὁ Ἀθανάσιος, εἶπε:
- Ναί, μέ κατέστρεψες καί αὐτό τό παιδί εἶναι δικό σου!
Οἱ Ἀρχιερεῖς κατάλαβαν ἀμέσως το ψέμα τῆς γυναίκας καί ἀθώωσαν τόν ̓Αθανάσιο. Ὅμως ὁ ̔́Αγιος κατηγορήθηκε ξανά πώς τάχα ἦταν ἐχθρός τοῦ αὐτοκράτορα. Ο Μέγας Κωνσταντίνος πίστεψε στη συκοφαντία κι ἐξόρισε τόν Ἀθανάσιο στη Γαλλία τό 336 μ.Χ.
Δύο χρόνια αργότερα, ὁ Μέγας Κωνσταντίνος πέθανε καί στό θρόνο ἀνέβηκε ο γιός του, ὁ Κωνστάντιος, ὁ ὁποῖος σύμφωνα μέ τήν τελευταία ἐπιθυμία του πατέρα του διέταξε τήν ἐπιστροφή τοῦ ̔Αγίου ἀπό τήν ἐξορία. Πανευτυχεῖς, ὁ κλῆρος καί ὁ λαός, βγήκαν στούς δρόμους να προϋπαντήσουν τόν ἀγαπημένο τους Πατριάρχη.

Αλλά οἱ αἱρετικοί ἑτοίμασαν ἕνα ἄλλο πονηρό σχέδιο. Κατηγόρησαν τόν Ἱεράρχη πώς είχε καθαιρεθεῖ ἀπό τή Σύνοδο τῆς Τύρου καί στόν Πατριαρχικό θρόνο τῆς Ἀλεξάνδρειας ἀνέβασαν τόν Ἀρειανό Πατριάρχη Γρηγόριο μέ ἐντολή τοῦ αὐτοκράτορα.
Τότε ὁ σκληρόψυχος Γρηγόριος διέταξε νά μαστιγωθοῦν νεαρές γυναίκες, νά φυλακιστοῦν εὐσεβεῖς ἄνδρες καί νά τιμωρηθοῦν ὅσοι διαμαρτύρονταν γιά τήν ἐνθρόνισή του.
Ἔπειτα ὁ Ἅγιος Ἀθανάσιος ἐξορίστηκε γιά δεύτερη φορά, στη Ρώμη. Ύστερα ἀπό 3 χρόνια ὁ αὐτοκράτορας τῆς Ρώμης, Κώνσταντας, ζήτησε νά γίνει Σύνοδος στη Σαρδική, γιά νά ἀποφασίσει τί θά κάνει μέ τόν ἐξόριστο Πατριάρχη.

Ἐκεῖ ἀποδείχτηκε ἡ ἀθωότητα τοῦ ̔Αγίου κι ἔτσι ἡ Σύνοδος καταδίκασε τόν αἱρετικό Πατριάρχη Γρηγόριο καί τόν καθαίρεσε μαζί μέ ἄλλους Αρειανούς ἱερεῖς. Ὁ Μέγας Ἀθανάσιος ἐπέστρεψε πάλι στήν Πατρίδα του, καλοδεχούμενος ἀπό τόν ἀγαπημένο του λαό πού τοῦ συμπαραστεκόταν. Ὅμως, ἀρκετό καιρό ἀργότερα ὁ ἀσεβής στρατηγός Συριανός πῆγε στήν ̓Αλεξάνδρεια μέ 5 χιλιάδες ἔνοπλους στρατιῶτες καί ἐπιτέθηκαν στον Ναό τοῦ ̔Αγίου Θεωνᾶ, ἐκεῖ ὅπου ἔκαναν ὁλονύκτια ἀγρυπνία ὁ Ἅγιος Ἱεράρχης μέ ἑκατοντάδες πιστούς.
Οἱ αἱμοχαρεῖς στρατιῶτες σκότωσαν, βασάνισαν, φυλάκισαν πολλούς Χριστιανούς, ἀλλά ὁ Μέγας Ἀθανάσιος κατόρθωσε νά φύγει ἀπό τό Ναό καί νά κρυφτεί στό σπίτι μιᾶς χριστιανῆς γυναίκας μέ θαυματουργικό τρόπο.

Ο κυνηγημένος Ἱεράρχης ἐξορίστηκε ἄλλες 3 φορές, ζώντας γιά 15 περίπου χρόνια μακριά ἀπό τήν Ἀλεξάνδρεια. Πολλές φορές οἱ αἱρετικοί ἐχθροί τού δέ δίστασαν νά ἐπιτεθοῦν ἀκόμη καί στό σπίτι του, γιά νά τόν σκοτώσουν, ἀλλά μέ τή βοήθεια τοῦ Θεοῦ καί τοῦ ἁπλοῦ λαοῦ, πού τόν προστάτευε, γλίτωνε τόν κίνδυνο.
Ὅταν στο θρόνο ἀνέβηκε ὁ Οὐάλης, ὁ λαός ἐπαναστάτησε γιά τίς μεγάλες ἀδικίες καί τόν ἀσταμάτητο πόλεμο τῶν ἀρειανῶν ἐναντίον τοῦ ̔Αγίου. Φοβισμένος ὁ αὐτοκράτορας διέταξε νά ἀφήσουν τόν Πατριάρχη ̓Αθανάσιο ελεύθερο στούς Χριστιανούς τῆς ̓Αλεξάνδρειας. Έτσι, ὁ Μέγας Ιεράρχης γύρισε θριαμβευτής πάλι στό θρόνο του, ἀγωνιζόμενος γιά τήν ἀλήθεια τοῦ Εὐαγγελίου.
Ὅμως, ὕστερα ἀπό 46 χρόνια θυσίας καί προσφορᾶς ὡς ̓Αρχιερέας, σέ ἡλικία 76 ἐτῶν, ἡ κουρασμένη του καρδιά ἔπαψε να χτυπᾶ καί ἡ λευκή ψυχή του ἀνέβηκε στόν οὐρανό, γιά νά δοξάζει τό Θεό.

Η διεύθυνση για τον Βίο του Αγίου Αθανασίου σε βίντεο, για όποιον επιθυμεί να το δει είτε να το στείλει σε κάποιον/α, για να ωφεληθεί, είναι η εξής:
Ο Μέγας ̓Αθανάσιος τιμᾶται ἀπό τήν Ἐκκλησία μας στίς 18 Ιανουαρίου.

Προηγούμενη ενότητα
Επόμενη ενότητα